Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρπακτικά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αρπακτικά1 [arpaktiká] adv (L) (& D αρπαχτικά)
  • ① in a grasping manner, graspingly (syn αρπαχτά 1):
    • ο ένας καλόγερος τίναξε αρπαχτικά το χέρι του, σα να 'θελε να τα πιάσει (Kazantz) |
    • οι άνθρωποι δε χρησιμοποιούν πια τα δάχτυλα των ποδιών τους ~, όπως έκαναν οι πρόγονοί τους πάνω στα δέντρα (Evelpidis)
  • ② rapaciously, voraciously, greedily, hungrily (syn άπληστα L, αρπαχτά 2, λαίμαργα):
    • ερευνούσε αρπαχτικά στο δρόμο τους άντρες (Kazantz) |
    • ο Kινέζος τόσο ~ πιάνεται από τα πράματα και θέλει να τα κάμει δικά του (id.) |
    • poem .. κι ως σπαράζουν | τρανή αλαφίνα διπλοκέρατη μέσ' τα βουνά, την τρώνε | αρπαχτικά κλ (Homer Il 16.159 Kaz-Kakr) |
    • .. στ' ανοιχτά κυνηγάει, | ~ τσιμπώντας ό,τι λάχει (Mammelis)
  • ③ quickly, hastily, hurriedly (syn αρπαχτά 3, βιαστικά, γρήγορα, πεταχτά):
    • έφαγα αρπαχτικά |
    • αρπαχτικά ξεχωρίζω τους λιπόσαρκους χωριάτες να σκύβουν πάλι στα ρυζοχώραφά τους (Kazantz) poem πεζεύω, στα πλατάνια δένω τ' άλογο | κι αρπαχτικά την πιάνω και την φίλησα (Krystallis)

[fr postmed (Somavera) αρπακτικά, der of αρπακτικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρπακτικά2 [arpaktiká] τα, (L) orn
  • birds of prey, raptores

[fr kath αρπακτικά (sc πτηνά), substantiv. n pl of αρπακτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες