Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρπίστρια
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρπίστρια [arpístria] η, (L)
  • female harpist:
    • η μάνα μου ήταν περίφημη ~και με ανάθρεψε με μουσική (TStefanidis)

[der of αρπιστής; cf πιανίστρια, τραγουδίστρια etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go