Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρπέζ
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρπέζ [arpéz] το, (L) mus
  • act or result of producing the notes of a chord successively, arpeggio (syn άρπισμα 2, αρπισμός 2):
    • άφηνα τη μελέτη των ~στη μέση (Tachtsis)

[fr Fr arpège ← It arpeggio]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες