Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνούμενος1 [arnúmenos] ο, (L)
- one who denies or refuses:
- η άρνηση είναι πάντοτε πιο βολική από τη θέση, γιατί ο ~
[substantiv. m of αρνούμενος2]
- one who denies or refuses:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνούμενος2, -η, -ο [arnúmenos]
- ① refusing to grant, denying:
- θα περιόριζε την ίδια τη σκέψη, αρνούμενη σ' αυτήν την ελευθερία της αδέσμευτης πτήσης (Chatzinis)
- ② denying, negating, rejecting:
- νομίζουν ότι αρνούμενοι ή σαρκάζοντες το συγχρονισμό μπορούν να τον εξοντώσουν (Athanasiadis-N) |
- poem πεθαίνει ~
[fr kath αρνούμενος, prp of αρνούμαι]
- ① refusing to grant, denying:



