Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρνίον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
αρνίον το· αρνί· αρνίν.
  • Mικρό πρόβατο, αρνί:
    • (Πανώρ. Δ´ 321
    • το μερώνει (ενν. τ’ άλογο) σαν αρνί (Ερωτόκρ. Β´ 400).

[αρχ. ουσ. αρνίον. O τ. ί στο Meursius (ή) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go