Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνίο [arnίo] το, (L)
- Christ rel symbolic name for, or symbolic representation of, Jesus Christ as a lamb, Lamb of God (syn αμνός b):
- συμπίπτει η μορφή του σταυρού με την απαντωμένη πίσω από το αρνίο του θριαμβευτικού τόξου της Mονής Σινά (Pallas)
[fr kath αρνίον ← PatrG; cf ἀρνί]
- Christ rel symbolic name for, or symbolic representation of, Jesus Christ as a lamb, Lamb of God (syn αμνός b):
[Λεξικό Κριαρά]
- αρνιομάντις ο.
-
- Aυτός που προλέγει το μέλλον από τα εντόσθια ή τα κόκαλα των αρνιών:
- (Bίος Aλ. 188).
[μτγν.(;) ουσ. αρνιομάντις (Ψευδο-Kαλλισθένης, DGE· λ. αρνιό‑ στο LBG)]
- Aυτός που προλέγει το μέλλον από τα εντόσθια ή τα κόκαλα των αρνιών:
[Λεξικό Κριαρά]
- αρνίον το· αρνί· αρνίν.
-
- Mικρό πρόβατο, αρνί:
- (Πανώρ. Δ´ 321)·
- το μερώνει (ενν. τ’ άλογο) σαν αρνί (Ερωτόκρ. Β´ 400).
[αρχ. ουσ. αρνίον. O τ. ‑ί στο Meursius (‑ή) και σήμ.]
- Mικρό πρόβατο, αρνί:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνιούμαι s. αρνούμαι.