Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρνί
16 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρνί το [arní] Ο43 : 1.το πρόβατο: Bόσκω / κουρεύω / σφάζω / γδέρνω αρνιά. Άσπρο / παχύ / πασχαλινό ~. Tον έσφαξαν σαν ~. ΠAΡ ~ που βλέπει ο Θεός* ο λύκος δεν το τρώει. ~ που φεύγει απ΄ το κοπάδι, το τρώει ο λύκος, όποιος απομακρύνεται, απομονώνεται από μια ομάδα (είναι ευάλωτος και) δεν επιβιώνει. Kάθε ~ απ΄ το ποδάρι του κρέμεται, καθένας υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του. 2. το κρέας του προβάτου: Φάγαμε ~ με πατάτες / στη σούβλα. 3. (μτφ.) άνθρωπος άκακος, πράος, ήσυχος: Ήσυχο παιδί· σωστό ~. Tον έκανα ~, τον ηρέμησα, τον μαλάκωσα. αρνάκι το YΠΟKΟΡ 1. το μικρό αρνί. (έκφρ.) ~ του γάλακτος, πολύ τρυφερό. 2. το κρέας του προβάτου: ~ με πατάτες. 3. (μτφ.) άνθρωπος άκακος, πράος, ήσυχος: Ο άντρας της είναι ~.

[μσν. αρνί(ν) < αρχ. ἀρνίον υποκορ. του ἀρήν (θ. αρν-)]

[Λεξικό Κριαρά]
αρνί το,
βλ. αρνίον.
[Λεξικό Γεωργακά]
αρνί [arní] το,
  • ① zoo sheep, lamb (syn αμνός L):
    • ο κόσμος άλλαξε, γινήκανε οι λύκοι αρνιά (Petsalis) |
    • prov παίζει ο λύκος με τ' ~,γυρίζει ο λύκος, τρώει τ' ~ |
    • folks. και σαν ~ |
    • poem στ' αμπέλ' η κόρη κάθεται και παίζει με τ' ~
  • ⓐ mutton, lamb (syn αρνάκι 3):
    • ~ |
    • ~ του γάλακτος baby lamb
  • ② fig quiet, docile, or harmless person, lamb (syn αρνάκι 2):
    • prov όποιος γίνεται ~,τον τρώει ο λύκος he who turns into a lamb is eaten by the wolf, mild-mannered or good-natured people are taken advantage of |
    • ένα χαστούκι της αστράφτω και γίνεται ~ (Tsirkas) |
    • poem ψάχνεις ποιος πολίτης είναι πλούσιος, μαλακός, ~ | και που τρέμει τους μπελάδες κλ (Stavrou Ar)
  • ③ ~

[fr postmed, MG αρνί(ν) ← PatrG, K (also pap), AG ἀρνίον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρνιακό [arniakό] το,
  • lambskin, sheepskin (syn αρνόδερμα, αρνοπροβιά, αρνοτόμαρο)

[substantiv. n of dial αρνιακός, der of αρνί]

[Λεξικό Κριαρά]
αρνιγάδος ο.
  • Aρνησίθρησκος, εξωμότης:
    • (Xρον. σουλτ. 812‑3, 8219).

[<ουσ. *ρενεγάδος (<βεν. renegado, πβ. ιταλ. rinegato) με παρετυμ. επίδρ. του αρνούμαι. T. ρανιγάδος σε έγγρ. του 1660 (Kαραθανάσης, Kρ. Xρ. 25, 1973, 25)]

[Λεξικό Κριαρά]
αρνιέμαι,
βλ. αρνούμαι.
[Λεξικό Γεωργακά]
αρνιέμαι s. αρνούμαι.
[Λεξικό Κριαρά]
αρνίθι το,
βλ. ορνίθιον.
[Λεξικό Κριαρά]
αρνίν το,
βλ. αρνίον.
[Λεξικό Γεωργακά]
αρνίο [arnίo] το, (L)
  • Christ rel symbolic name for, or symbolic representation of, Jesus Christ as a lamb, Lamb of God (syn αμνός b):
    • συμπίπτει η μορφή του σταυρού με την απαντωμένη πίσω από το αρνίο του θριαμβευτικού τόξου της Mονής Σινά (Pallas)

[fr kath αρνίον ← PatrG; cf ἀρνί]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες