Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρμπουρέτο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρμπουρέτο [arburéto] το, (& αλμπουρέτο & αρμπορέτο)
  • ① naut topmast:
    • phr ~ |
    • ~ της μπούμας ή του πικιού trysail mast |
    • τα καράβια της εποχής εκείνης είχαν ελαφριά αρματωσιά κι άλμπουρα μονοκόμματα ('μπίμπιλα') χωρίς δηλαδή αλμπουρέτα (Tzamtzis) |
    • κάτι τοσαδά τριχωτά, γαντζονούρικα ζούδια σκαλώσαν στ' ~,στη μετζάνα, στο πίπολο (Vlami)
  • ② pole of a mast (syn πίπολο)

[fr It arboretto]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go