Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμπαρόριζα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρμπαρόριζα [arbarόriza] η, (& αρμαρόζα & αρμπερόριζα) bot
  • the pelargonium, P. odoratissimum, nutmeg geranium (syn αρμπακανέλα, πελαργόνι):
    • αγαπούσε τα λουλούδια, τις αρμπαρόριζες και τ' άλλα μυριστικά (Panagiotop) |
    • σε μισή ώρα όμως πιάσανε κι αράδιασαν .. αρμπαρόριζες, βασιλικούς, γεράνια, γαριφαλιές, μαντζουράνες (Terzakis) |
    • σ' όλες τις πόρτες ασβεστωμένες γλάστρες με τζεράνια, βασιλικά και σκονισμένες αμπαρόριζες (Myriv) |
    • θάμα γύρα οι μικρότεροι ναοί, η αυλή, η ηχώ, οι ροδοδάφνες, η αμπερόριζα, οι σκάλες οι μαρμαρένιες (EKazantz) |
    • folks. ~ |
    • poem ήταν ο κήπος μας σαν ένας κόσμος, | κόσμος με λούλουδα και μυρουδιές |
    • | εδώ η ~,πιο πέρα ο δυόσμος (Skipis) |
    • κατιφέδες, χρυσάνθεμα, βασιλικά κι αρμπαρόριζες, | θαρρούσε κανείς πως ανθίζανε στο λιτό φέρετρό σου (Vrettakos)

[fr It erba rosa]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες