Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρμοστεία η [armostía] Ο25 : 1.ο θεσμός και το αξίωμα του αρμοστή. 2. το κτίριο όπου εδρεύει ο αρμοστής και όπου στεγάζονται οι σχετικές υπηρεσίες: H Ύπατη Aρμοστεία του ΟHΕ.
[λόγ. αρμοστ(ής) -εία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμοστεία [armostía] η, (sp. also αρμοστία)
- :
- καταλύεται η Tουρκική κυριαρχία στην Kρήτη με την απόφαση των μεγάλων 'προστατίδων' δυνάμεων .. να κηρυχθεί η Kρήτη ανεξάρτητη και να τεθεί υπό την υπάτη ~
- ⓐ specif Prince George's governorship of Crete 1898-1906:
- άνθρωποι άλλου καιρού που παραστράτισαν κειδά χάμου, για να θυμίζουν στους κατοπινούς την ~,την ένωση, το libro d'oro (Panagiotop) |
- θέλω να πω πως τη βαγέστησα .. την ~ |
- το δεκατιστή, τον κρουφακουστή, το χωροφύλακα, και το Φράγκο στην πόρτα μου απ' όξω (Prevelakis) |
- ύστερα, με την ~, η οικογένεια Kορτζά κατέβηκε στην Kρήτη (Kournoutos, adapted)
- ① representation of one country stationed in another w. functions similar to those of an embassy, high commission (syn πρεσβεία):
- υπάτη ~ |
- η κυπριακή ~ στο Λονδίνο
- ② high commission offices:
- το μεσημέρι .. ήρθε ένας Γάλλος κλητήρας και τον ζήτησε από την ~ |
- κάθεται αντίκρυ στην ~ (Tsirkas)
[fr kath αρμοστεία, der of αρμοστεύω 'be αρμοστής' (cf also αρμοστείον), der of αρμοστής 'harmost, governor']
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμοστειακός, -ή, -ό [armostiakós]
- of, or relating to, a high commission:
- η Kρήτη έμεινε υπό το αρμοστειακό καθεστώς ως το 1908 (Varelas)
[fr kath αρμοστειακός, der of αρμοστεία]
- of, or relating to, a high commission:



