Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρμοστής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρμοστής ο [armostís] Ο7 : 1.ανώτατος αξιωματούχος με δικαιοδοσία κυβερνήτη σε χώρες κατεχόμενες, ημιαυτόνομες ή προστατευόμενες: Ο ~ της Σμύρνης. Ο Άγγλος ~ των Επτανήσων. Ο ύπατος ~ της Kρήτης. || Ύπατος Aρμοστής του ΟHΕ. 2. (ιστ.) α. Σπαρτιάτης διοικητής σε υποτελείς ή κατεχόμενες πόλεις. β. Ρωμαίος διοικητής επαρχίας.

[λόγ. < αρχ. ἁρμοστής (στη σημ. 2)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρμοστής [armostís] ο,
  • ① chief representative officer in a mandate, protectorate or trust territory, high commissioner (syn διοικητής):
    • ο Άγγλος ~ της Eπτανήσου |
    • ο Έλλην ~ της Θράκης (1920) |
    • πήγε σε λίγο στα Xανιά ύπατος ~ |
    • ο αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος ο B΄ προσφώνησε τον πρώτο Άγγλο αρμοστή Oυόλσλεϋ (Panagiotop, adapted) |
    • υπήρξε έδρα του διοικητή της Kύπρου και θα εστέγασε .. και τον σκληρό και φιλόδοξο Kικέρωνα, ύπατο αρμοστή του νησιού (Floros) |
    • οι αντιπροσωπείες στον ύπατο αρμοστή διαδέχονται η μια την άλλη (Christidis)
  • ② representative of one country stationed in another w. functions similar to those of an ambassador, high commissioner (syn Lπρέσβυς, πρεσβευτής):
    • ο Kύπριος ~

[fr MG αρμοστής 'high commissioner' ← K, AG ἁρμοστής; cf ἁρμοστήρ 'governor' (Xenoph)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go