Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμενοβελόνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρμενοβελόνα [armenovelόna] η, naut
  • large, strong needle for sewing sails (syn σακοράφα) [cpd w. βελόνα]. Cf also αρμενοβέλονο
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες