Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρματωσιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρματωσιά η [armatosxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) 1. ο οπλισμός συνολικά: Ο ιππότης με την κίτρινη ~, πανοπλία. 2. το σύνολο των οργάνων και των εξαρτημάτων (κυρ. για σκάφη και αλιευτικά μέσα): H ~ της βάρκας / του καϊκιού / των διχτυών / του παραγαδιού.

[μσν. αρματωσιά < αρματωσία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρματωσ- (αρματώνω) -ία > -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
αρματωσία η· αρματωσά· αρματωσιά· αρματωχία.
  • 1)
    • α) Πολεμικά εφόδια, εξοπλισμός:
      • (Mαχ. 46618
      • (προκ. για κυνηγετικό εξοπλισμό):
        • (Πανώρ. B´ 110
    • β) οπλισμός, πανοπλία:
      • την χαλκήν αρματωσίαν μετά της χρυσής αλλάσσει (Eρμον. Λ 194
    • γ) πολεμική προετοιμασία:
      • να ποίσουν την αρματωσία να έλθουν εις την Kύπρον (Mαχ. 3364).
  • 2) (Προκ. για άλογο) σέλα:
    • (Διήγ. Aλ. G 27217).

[<αρματώνω + κατάλ. σία. O τ. σά στο Du Cange (λ. άρμα) και σήμ. ιδιωμ. O τ. σιά στο Somav. και σήμ. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρματωσιά [armatosjá] η, collect.
  • ① armament, weaponry, armature (syn αρματολογιά, L οπλισμός):
    • να παλέψει το δράκοντα με χιλιοσκουριασμένη ~ |
    • η μουδιάστρα είναι ψάρι, που συγγενεύει με τα σελάχια, μα που έχει την πιο παράξενη ~ |
    • οι χαλκιάδες του σπαραγμού σφυροκοπούν τη βάρβαρή τους ~ |
    • poem .. για τρελά ταξίδια ξεκινάτε | με την ~
  • ⓐ (suit of) armor, panoply (syn αρμάτα 1, L πανοπλία):
    • όλο το κορμί του ο Iσπανός το είχε σε σιδερένια ~ |
    • τώρα ο Φειδιππίδης, δίχως βαριάν ~, μ' ένα πεντάλαφρο χιτώνα μονάχα, τρέχει προς την Aθήνα (Karagatsis) |
    • η ζωή ήταν αρχικά κλεισμένη σε μιαν βαριάν ~ |
    • poem είδ' η Eλλάδα τολμηρά | και το Σοφοκλή να λάμπει | μέσα στην ~ |
    • .. την ~ φορεί τη χρυσελεφαντένια (Palam)
  • ② rigging, outfit, equipment, appurtenances (syn L εξάρτυση, εξοπλισμός):
    • μελετούσε την ~ |
    • ο Mυστράς διαιωνίζει την ύπαρξή του με ολόκληρη την αρχιτεκτονική του ~ (Panagiotop) |
    • poem .. έλαμψε όλη περισσά | του αμαξιού η ~
  • ⓑ naut masts, sails, and rigging (syn in άρμα2):
    • ~ |
    • ~ του τρίγγου fore rigging |
    • οι φρεγάδες είχαν τις αρματωσιές τους βασιλικές (Karkavitsas) |
    • τους έκανε μια σοφή κριτική για τους χειρισμούς της αρματωσιάς, που μανουβράρισε το σκάφος (Myriv) |
    • οι ζωγράφοι πλοίων είχαν .. γνώση των καραβιών και της αρματωσιάς τους (Kanellop)
  • ③ lavish outfit, jewelry, finery (syn άρμα 2, στολίδια):
    • έβγαλεν ακόμη τα γιορτινά αλλαξίμια και των γυναικών τις πολύτιμες αρματωσές (Karkavitsas)
  • ⓒ mental or psychological endowments, armature, panoply (syn L οπλισμός, near-syn αποσκευή 2):
    • ~ |
    • φιλολογική ~ |
    • έφερνε στο πρώτο πλάνο των λογισμών του τα σχετικά θέματα με όλην την επιστημονική ~ |
    • δεν είχαν βαριές αρματωσιές τέχνης και πείρας για να χτυπήσουν τον εχθρό (Panagiotop) |
    • η καρδιά κάθε ανώτερου ανθρώπου, μ' ~ ψηλότερης αισθητικής, σκιρτά κι απειθαρχεί (Mammelis) |
    • poem στάθηκες το μονάκριβο και τ' άξιο παλληκάρι, | τι δύναμη κι ~

[fr postmed, MG αρματωσιά ← MG αρματωσία, der of αρματώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες