Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρματωμένος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αρματωμένος1 [armatoménos] ο,
  • armed man (syn in αρμάτος):
    • έπεσε λεπίδι αλύπητο στους αρματωμένους και στα γυναικόπαιδα και στους γέρους (Petsalis) |
    • μπήκε μέσα ο σπιούνος και δυο αρματωμένοι πίσω του (Panagiotop) |
    • ολόγυρα φρουμάζουν οι αρματωμένοι σαν τα μυρμήγκια στις τρύπες (Asimakop) |
    • poem .. καθώς ηύρε οπίσω του πέντ' έξι αρματωμένους, | εκεί σωρό τους άφησε νεκρούς ή λαβωμένους (Markoras)

[substantiv. m of αρματωμένος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρματωμένος2, -η, -ο [armatoménos]
  • ① equipped w. weapons, armed (syn L ένοπλος, οπλισμένος, ant ξαρματωμένος):
    • ~ |
    • αρματωμένη βάρδια |
    • αρματωμένο παιδί, παλληκάρι |
    • ~ με σπαθί, με τουφέκι |
    • ~ βαριά, γερά, καλά |
    • phr ~ |
    • phr ~ ως τα δόντια armed to the teeth |
    • οι χωριάτες με τα σύνεργα της δουλειάς τους αρματωμένοι έζωναν περίγυρα το σπίτι (Karkavitsas) |
    • είχαν αποφασίσει να μένουν αρματωμένοι απάνω στ' άλογά τους (Kazantz) |
    • να σας ρίχνουνται τ' αγρίμια και να 'στε αντίκρυ τους λιγότερο αρματωμένοι κι από μια μέλισσα (Myriv) |
    • θα μας ζητήσουν να τους ανοίξουμε, για να μας καλέσουν για το χρέος της αρματωμένης Xριστιανοσύνης (Karvounis) |
    • folks. κάτεργα περνούν, γαλιότα αρματωμένη | και τους θάμπωσεν όλους η εμορφιά της (Theros)
  • ⓐ armored, carapaced (syn L θωρακισμένος):
    • αρματωμένη με την πανοπλία της δεν έχει ανάγκη από κανέναν (Idas) |
    • τούτο το ψάρι (sc ο σκορπιός) είναι πάντα αρματωμένο και πάντα φοβισμένο (Bastias) |
    • από μικρό άνοιγμα της αρματωμένης πόρτας του πετούσε βρώμικη, μουχλιασμένη τροφή (Karagiorgas) |
    • poem .. σφοδρά βροντοκοπούν τ' αρματωμένα στήθη (Solom)
  • ② furnished or provided w., equipped (syn L εφοδιασμένος):
    • το λιμάνι του Pόττερνταμ είναι ένα λιμάνι ταχτοποιημένο με άκρα περίσκεψη, αρματωμένο με τα νεότερα μέσα (Panagiotop) |
    • απάνω απ' όλα πέφτει ο τζουμπές, ~ με γούνα και στολισμένος με κουμπιά (Petsalis)
  • ⓑ naut fitted out, rigged, equipped (syn L εξοπλισμένος):
    • αρματωμένη βάρκα |
    • αρματωμένο παραγάδι fish. longline or paternoster line equipped w. hooks, weights etc |
    • τρατάρης ήτανε με δυο τράτες αρματωμένες δικές του (Myriv) |
    • έχει έτοιμο αρματωμένο το γριγρί για τις παλαμίδες (Bastias) |
    • έχει ανάγκη από τέσσερεις βάρκες αρματωμένες με λάμπες (id.)
  • ③ armed, strengthened, fortified (syn δυναμωμένος, L οπλισμένος):
    • κανένα πλαστό μαργαριτάρι δε μπορεί να κρυφτεί μπροστά στο αρματωμένο μάτι του εμπειρογνώστη (Palam) |
    • επήγαινε ~ με γνώση της ιστορίας και των τεχνών (Panagiotop) |
    • ~ και με τη βεβαίωση της θεϊκής του καταγωγής, ο Mεγαλέξανδρος συνεχίζει το έργο του (id.)

[fr postmed (Somavera) αρματωμένος, ppp of αρματώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες