Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρματομαχία η [armatoma
ía] Ο25 : η πολεμική σύγκρουση που διεξάγεται με άρματα μάχης (τανκς): Kατά τη διάρκεια του β' παγκόσμιου πολέμου έγιναν μεγάλες αρματομαχίες. [λόγ. αρματ- (άρμα) 2 -ο- + -μαχία κατά τα αρχ. ναυμαχία, ἱππομαχία `μάχη ιππικού΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρματομαχία [armatoma] η, (L) milit
- tank battle:
- η μάχη κράτησε ως το σούρουπο, για να εξελιχθεί στο τέλος σε ~
[fr kath (neol Koumanoudis) αρματομαχία 'chariot battle']
- tank battle:



