Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρματοδρομία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρματοδρομία η [armatoδromía] Ο25 : αγώνας δρόμου που διεξαγόταν με άρματα21.

[λόγ. < ελνστ. ἁρματοδρομία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρματοδρομία [armato∂romía] η, (L)
  • chariot race (syn αρματηλασία 1b):
    • τόνε ζεύανε στο ποδηλατάκι και κάναν αρματοδρομίες στις πλάκες της αυλής (Myriv) |
    • ονειρευτήκαμε την περιπέτεια του κάρου σαν μια αρχαία ~ (KPolitis) |
    • στην αρχαία Eλλάδα οι πρώτοι ιππικοί αγώνες ήσαν αρματοδρομίες, αγώνες μεταξύ αρμάτων που σύρονταν από άλογα (Chatzinikou)

[fr kath αρματοδρομία ← LK ἁρματοδρομία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go