Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρλεκινισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρλεκινισμός [arlecinizmós] ο, (L)
  • ridiculous behavior, buffoonery, clownery:
    • δεν υπάρχει κλασικισμός αληθινός, αλλά τυπολατρεία και ~ |
    • η Θεσσαλονίκη δε δέχτηκε να ενθουσιαστεί με ό,τι της σέρβιρε ο ~ της Aθήνας (Athanasiadis-N)

[neol, der of αρλεκίνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες