Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρκούδος ο [arkúδos] Ο18 : 1.(οικ., λογοτ.) η αρσενική αρκούδα. 2. γούνινο συνήθ. ομοίωμα αρκούδας που χρησιμοποιείται ως παιδικό παιχνίδι.
[αρκούδ(α) -ος (πρβ. μσν. άρκουδος)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρκουδοσπηλιά [arku∂ospiljá] η,
- cave inhabited by bears (near-syn αρκουδοφωλιά)
[cpd w. σπηλιά]



