Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρκουδοπούρναρο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρκουδοπούρναρο το [arkuδopúrnaro] Ο41 : (σπάν.) αειθαλές μικρό δέντρο με οδοντωτά και αγκαθωτά φύλλα και μικρούς στρόγγυλους καρπούς κόκκινου χρώματος· ου.

[αρκούδ(α) -ο- + πουρνάρ(ι) -ο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρκουδοπούρναρο [arku∂opúrnaro] το, bot
  • holly, Ilex aquifolium (syn αρκουδοπούρνι):
    • στο διάβα του περαστικού τα θάμνα και τ' αρκουδοπούρναρα έπαιρναν παράξενα σχήματα (Karagatsis)

[cpd w. πουρνάρι ← MG *πρινάριν ← ByzG πρινάριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες