Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρκουδιάρης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρκουδιάρης ο [arkuδjáris] Ο11 θηλ. αρκουδιάρισσα [arkuδjárisa] Ο27 : 1.αυτός που εκγυμνάζει αρκούδες και τις παρουσιάζει ως θέαμα στους δρόμους, σε πανηγύρια κτλ.: Οι αρκουδιάρηδες είναι συνήθως γύφτοι. Ο ~ χτυπούσε το ντέφι και η αρκούδα χόρευε. 2. (μτφ.) άξεστος, βρομιάρης άνθρωπος.

[αρκούδ(α) -ιάρης· αρκουδιάρ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρκουδιάρης [arku∂járis] ο,
  • trainer or keeper of a performing bear, bearward (syn αρκουδάς, αρκουδόγυφτος, αρκουδοτρόφος):
    • περνούσαν κ' οι αρκουδιάρηδες με τις βαριές αλυσίδες και τα βροντόλαλα ντέφια (Panagiotop) |
    • θα το πουλήσω στους αρκουδιάρηδες, που έχουνε μαϊμούδες κι αρκούδες και μαζεύουνε γρόσα απ' τον κόσμο (Venezis) |
    • poem .. έξω απ' τα παράθυρα περνάει ο ~

[der of αρκούδι w. suff -άρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες