Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρκουδίτσα [arku∂ítsa] η,
- ① little bear (syn αρκουδούλα, ant αρκουδάρα):
- poem έπειτα μας έντυσαν | αρκουδίτσες μέσ' σε τούλια κροκωτά | για την Άρτεμη (Stavrou Ar)
- ② toy or figurine having the form of a little bear, teddy-bear (syn αρκουδάκι 2):
- αρκουδίτσες, ελαφάκια, σκύλοι κλ κρεμιούνται στα τζάμια και στις θέσεις των οδηγών (Loukatos)
[der of αρκούδα w. suff -ίτσα]
- ① little bear (syn αρκουδούλα, ant αρκουδάρα):



