Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριστόλοχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αριστόλοχος η.
  • Το φυτό αριστολοχία:
    • λιβάνῳ και αριστολόχῳ και ρητίνῃ (Iερακοσ. 4876).

[<μτγν. ουσ. αριστολόχιος η (L‑S, DGE). Πβ. επίθ. αριστόλοχος (L‑S, DGE· λόχος LBG). Η λ. στον Τζέτζη (LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες