Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριστοτέχνης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αριστοτέχνης ο [aristotéxnis] Ο10 θηλ αριστοτέχνισσα [aristotéxnisa] Ο27 : αυτός που διακρίνεται εξαιτίας κάποιας ιδιαίτερης ικανότητάς του, που είναι άριστος στο είδος του: ~ του μπουζουκιού / της μπάλας. || (ως επιθ.): ~ ζωγράφος / ηθοποιός / συγγραφέας.

[λόγ. < αρχ. ἀριστοτέχνης· λόγ. αριστοτέχν(ης) -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριστοτέχνης [aristotéxnis] ο, (L)
  • very skilled performer, artist, master, virtuoso (syn βιρτουόζος, μάστορας):
    • ~ |
    • ~ στο βρισίδι, στο ξυλοκόπημα |
    • ~ αφηγητής, πολιτικός |
    • αποκλείεται ένας συγγραφέας να είναι ~ σ' ένα είδος λόγου και κακός τεχνίτης σε άλλο; (Athanasiadis-N) |
    • ο Kαρκαβίτσας είναι αναμφισβήτητα ένας ~ της περιγραφής (Sachinis) |
    • σήμερα το κλαρίνο έχει να επιδείξει αριστοτέχνες οργανοπαίχτες (Karakasis)

[fr kath αριστοτέχνης ← PatrG ἀριστοτέχνης ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες