Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστοκρατικά [aristokratiká] adv (L)
- ① polit by the rule of the best or of privileged individuals, aristocratically:
- είναι η μόνη περιοχή της Δυτικής Γερμανίας, που κυβερνιέται ακόμη ~
- ② in a manner reminiscent of or resembling the aristocrats, aristocratically, nobly:
- ζει ~ |
- ακουμπάει με μιαν αριστοκρατικότατα κομψή κίνηση το μάγουλό της επάνω στο ποδαράκι του Xριστού (Kanellop)
[der of αριστοκρατικός2]
- ① polit by the rule of the best or of privileged individuals, aristocratically:



