Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριστερίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αριστερίζω [aristerízo] Ρ2.1α : 1.κλίνω προς τις αριστερές ιδέες και πολιτικές θεωρίες. 2. κλίνω προς τις θέσεις και τις απόψεις της άκρας αριστεράς.

[λόγ. αριστερ(ός)ΙΙ -ίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριστερίζω [aristerízo] ipf αριστέριζε, aor subj αριστερίσω, (L) polit
  • lean towards leftist ideas, be, or behave like, a leftist (syn αριστεροφέρνω):
    • ήτανε βενιζελική και δημοτικίστρια· λένε μάλιστα πως αριστέριζε κιόλας (KPapa) |
    • κατά τα άλλα [είναι] αριστερός· μη του πείτε μόνο ν' αριστερίσει στον τρόπο της ζωής (Palaiologos)

[fr kath (neol) αριστερίζω, der of αριστερός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριστερίζων, -ουσα, -ον [aristerízon] (L) polit
  • ① leaning towards leftist ideas, leftish, somewhat leftist (syn αριστερίστικος):
    • αριστερίζοντες υποψήφιοι |
    • αριστερίζουσα εφημερίδα
  • ② also substantiv. leftist person, moderate leftist (syn αριστεριστής):
    • να καλούν τους αριστερίζοντες ένα μήνα το χρόνο σε κομμουνιστικό φεστιβάλ (Palaiologos)

[fr kath αριστερίζων, prp of αριστερίζω; cf Fr gauchisant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες