Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριστεία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αριστεία [aristía] η, (L)
  • excellence, prowess, eminence (near-syn ανδραγαθία, υπεροχή):
    • ποιητική, πολεμική ~ |
    • ο πατέρας του τον ωθεί τον Γ. Σεφέρη ν' αναζητά την ~ στη ζωή του και τα υψηλά ιδανικά του φιλελεύθερου ανθρωπισμού |
    • το βραβείο Nόμπελ δίδεται ως έπαθλο για ~ σε διάφορους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας |
    • στο έπος η έννοια της αριστείας παίζει έναν πολύ μεγάλο ρόλο (Kakridis)

[fr kath αριστεία ← MG (Theophan. 427 f.) ← K, AG ἀριστεία, der of AG ἀριστεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες