Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριθμητικώς [ariθmitikós] adv (L)
- fr a numerical point of view, in terms of numbers, numerically (syn αριθμητικά 1):
- εδώ είναι η ενέδρα της ιστορίας για τους ~μικρούς λαούς (Theodorakop) |
- θα ξέρετε με βεβαιότητα πόσα ~ τεχνικά στελέχη χρειάζεται ο τόπος (Papanoutsos) |
- την ιστορία δεν τη βλέπομε με ~ ορισμένα χρονικά όρια (Tsatsos)
[fr kath αριθμητικώς ← LK ἀριθμητικῶς, der of ἀριθμητικός]
- fr a numerical point of view, in terms of numbers, numerically (syn αριθμητικά 1):



