Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριβιστής [arivistís] ο, (sp. also αρριβιστής) (L)= αριβίστας
- :
- πού την ανακάλυψε την τραγωδία στην κοινότατη αυτήν ιστορία όλων των οπορτουνιστών και των πολιτικών αριβιστών; (Melas) |
- κάτω από άπλετο φως λιγοστεύει ο ρόλος των αριβιστών, των μηχανορράφων (Stasinop)
[fr Fr arriviste]



