Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριανός1 [arjanós] ο, (sp. also αρειανός) (L)
- member of the so-called Aryan race, Aryan (syn άριος2):
- κατάστρεφε ζωές και περιουσίες η εκλεκτή ράτσα των καθαρόαιμων αριανών (ChZalokostas)
[substantiv. m of αριανός2; cf K \Aριανοί 'inhabitants of the Iranian highlands' ← Avestan Airyana (whence Pers Iran)]
- member of the so-called Aryan race, Aryan (syn άριος2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριανός2, -ή, -ό [arjanós] (sp. also αρειανός) (L)
- of or pertaining to Aryans, Aryan (syn άριος3):
- τα πλήθη ξεκινούν από τα οροπέδια του Iράν και διακλαδώνονται στ' αριανά φύλα (KParaschos) |
- απόκρουε τη θεωρία του Φύρερ για την καθαρότητα της γερμανικής αριανής φυλής (AVlachos)
[fr kath (neol Koumanoudis) αριανός; s. άριος3]
- of or pertaining to Aryans, Aryan (syn άριος3):



