Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριέτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αριέτα [ariéta] η,
  • ① mus short aria, arietta
  • ② region. (IonIsl) folk type of couplet or ditty:
    • λαϊκά δίστιχα (αριέτες) και παροιμίες με τη ρομπόλα δεν έτυχε να σημειώσω (Loukatos)

[fr It arietta, dimin of aria]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες