Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριέτα [ariéta] η,
- ① mus short aria, arietta
- ② region. (IonIsl) folk type of couplet or ditty:
- λαϊκά δίστιχα (αριέτες) και παροιμίες με τη ρομπόλα δεν έτυχε να σημειώσω (Loukatos)
[fr It arietta, dimin of aria]



