Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρθρωτός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρθρωτός -ή -ό [arθrotós] Ε1 : που τα μέλη, τα μέρη του συνδέονται με αρθρώσεις, με αρμούς: Aρθρωτή γέφυρα. Aρθρωτά λεωφορεία.

[λόγ. αρθρω- (δες αρθρώνω) -τός μτφρδ. γαλλ. articulé]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρθρωτός, -ή, -ό [arθrotós] (L)
  • ① articulated, jointed, hinged:
    • αρθρωτή άγκυρα, αλυσίδα, γέφυρα |
    • ~ σύνδεσμος (or αρθρωτή σύνδεση) mechanics hinged joint |
    • αρθρωτή μετάδοση κίνησης hinged transmission of motion |
    • αρθρωτό λεωφορείο bus composed of two cars coupled together, articulated bus |
    • η δελφινιέρα ήταν ένα τρίγωνο μεταλλικό εργαλείο αιχμηρό, και αρθρωτό, που βυθιζόταν στο σώμα του ψαριού (Zappas)
  • ② composed of distinct parts, articulate (syn αρθρωμένος):
    • τα σχήματα των αγγείων εξελίσσονται σε περισσότερο αρθρωτά, με λαιμούς που καθαρά ξεχωρίζουν (NPlaton)
  • ③ articulated, pronounced, enunciated:
    • ο τρόπος της προφοράς των αρθρωτών φθόγγων και οι προσωδιακές διακρίσεις αποδίδονται μερικώς μόνο από τη στίξη (Stathis)

[fr kath (neol) αρθρωτός, der of αρθρώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες