Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρθρωτά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αρθρωτά1 [arθrotá] adv, (L) mechanics
  • w. a hinge or joint, in an articulated manner:
    • η μεταλλική ράβδος στηρίζεται ~στο καζανάκι, ώστε να μπορεί να κινείται πάνω κάτω (Vardakos)

[neol, der of αρθρωτός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρθρωτά2 [arθrotá] τα, (L) zoo
  • articulata

[fr kath (neol Koumanoudis) αρθρωτά, substantiv. n pl of αρθρωτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες