Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρθροπάθεια
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρθροπάθεια [arθropáθia] η, (L) med
  • ailment of the joints, arthropathy:
    • εκφυλιστική ~ |
    • συφιλιδική ~ του γόνατος |
    • οι αρθροπάθειες στις γυναίκες επιδεινώνονται από τα στενά παπούτσια

[fr kath (neol Koumanoudis) αρθροπάθεια, w. -πάθεια (: πάσχω); cf αδενοπάθεια, εντεροπάθεια etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go