Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρθρογράφημα [arθroγráfima] το, (L) journ
- newspaper or magazine article (syn άρθρο 4):
- το ~του δείνα διαβάστηκε από πολλούς
[fr kath (neol Koumanoudis) αρθρογράφημα, der of αρθρογραφώ]
- newspaper or magazine article (syn άρθρο 4):



