Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρθριτικά [arθritiká] τα, (L) med = αρθρίτης
- :
- έπαθε ~ |
- υποφέρει από ~ |
- σ' αυτόν τον όρμο υπάρχουν ιαματικές πηγές κατάλληλες για ρευματισμούς και ~ (Varelas) |
- ήρθαν κάτι λιακάδες .. η υγρασία χάθηκε, μαλάκωσαν τα ~ (GSaranti)
[fr kath τα αρθριτικά ← AG ἀρθριτικά, substantiv. n pl of αρθριτικός2]



