Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρθριτικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρθριτικά [arθritiká] τα, (L) med = αρθρίτης
:
  • έπαθε ~ |
  • υποφέρει από ~ |
  • σ' αυτόν τον όρμο υπάρχουν ιαματικές πηγές κατάλληλες για ρευματισμούς και ~ (Varelas) |
  • ήρθαν κάτι λιακάδες .. η υγρασία χάθηκε, μαλάκωσαν τα ~ (GSaranti)

[fr kath τα αρθριτικά ← AG ἀρθριτικά, substantiv. n pl of αρθριτικός2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες