Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρθρίτις
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αρθρίτις s. αρθρίτιδα.
[Λεξικό Γεωργακά]
αρθριτισμός [arθritizmós] ο, (L) med
  • arthritic condition, arthritis (syn in αρθρίτης):
    • η θυρωρός όρμησε, παρ' όλο τον αρθριτισμό της, να τη σταματήσει (Ouranis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρθριτισμός ← Fr arthritisme]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες