Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρθράκι [arθráci] το, (L) journ etc
- short article (syn αρθρίδιο):
- ανυπόγραφο, επίκαιρο, τσουχτερό ~ |
- σ' αυτό το ~ διαβάζω τρεις τέσσερες γραμμές για το ταχυδρομείο του νορβηγικού αυτού χωριού (Palam) |
- το κομμουνιστικό όργανο έγραψε ένα δυνατό ~ σχετικά με τους τυραννίσκους των πανεπιστημιακών σωματείων (Theotokas)
[neol (Koumanoudis), der of άρθρο]
- short article (syn αρθρίδιο):



