Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρζαντέ [arzandé] adj incecl (L)
- ① silver-plated (syn επάργυρος):
- ~κηροπήγια
- ② having the luster or appearance of silver, silvery (syn αργυρός 1b):
- δεν έχει ξεπέσει από τη μνήμη μου η ομορφιά του νέου μέσα στην μπλε ρουά στολή του με τον ~θώρακα κάτω από το φεγγάρι (Melas) |
- ο άντρας της ήταν ντυμένος στο καντίνι, σκληρό κολάρο, ~ γραβάτα, διαμαντένια καρφίτσα κλ (Tachtsis)
[fr Fr argenté]
- ① silver-plated (syn επάργυρος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρζαντερί [arzanderí] η, indecl (L)
- flatware or hollow-ware made of silver or silver-like material, silverware
[fr Fr argenterie]



