Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρετοστολισμένος, μτχ. επίθ.
-
- Στολισμένος με προτερήματα, γεμάτος προσόντα:
- (Tζάνε, Φιλον. 58721).
[<ουσ. αρετή + μτχ. παρκ. του στολίζω]
- Στολισμένος με προτερήματα, γεμάτος προσόντα: