Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρειμανίως [arimaníos] adv (L)
- in a swaggering manner (syn αρειμάνια 2):
- το μουστάκι το στρίβει ~, καταπώς το λένε οι γραμματιζούμενοι (Petsalis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρειμανίως, der of αρειμάνιος]
- in a swaggering manner (syn αρειμάνια 2):



