Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρειμανίως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρειμανίως [arimaníos] adv (L)
  • in a swaggering manner (syn αρειμάνια 2):
    • το μουστάκι το στρίβει ~, καταπώς το λένε οι γραμματιζούμενοι (Petsalis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρειμανίως, der of αρειμάνιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες