Παράλληλη αναζήτηση
| 6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρειανός ο [arianós] Ο17 : (εκκλ.) οπαδός του αρειανισμού.
[λόγ. < ελνστ. Ἀρειανός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρειανός -ή -ό [arianós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πλανήτη Άρη: Aρειανό τοπίο. || (συνήθ. ως ουσ.) ο Aρειανός, θηλ. Aρειανή, φανταστικός κάτοικος του πλανήτη Άρη· Άρειος: Εισβολή Aρειανών στη Γη.
[λόγ. Άρει(ος) -ανός μτφρδ. γαλλ. martien & αγγλ. martian (δες και ουσ. Άρειος)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρειανός1 [arianós] ο, (L) Christ relig = αρειανιστής
- :
- ανάλαβε να ρυθμίσει το ζήτημα των αρειανών στη σύνοδο της Nικαίας (Evelpidis) |
- εθεώρησε τους αρειανούς επικίνδυνους εχθρούς του κράτους (Stasinop)
[fr kath αρειανός ← PatrG ἀρειανός, der of 0Aρειος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρειανός2, -ή, -ό [arianós] Christ relig
- follower of Arianism, Arian:
- ο ~αυτοκράτωρ Oυάλης καταδιώκει τους ορθοδόξους (Stasinop)
[der of αρειανός1]
- follower of Arianism, Arian:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρειανός3 [arianós] ο,
- fan of the athletic club Άρης
[neol, der of Άρης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρειανός4 [arianós] ο,
- inhabitant of the planet Mars, Martian (syn άρειος)
[neol, der of Άρης]



