Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρδεύω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρδεύω [arδévo] -ομαι Ρ5.1 : διοχετεύω με κατάλληλο τρόπο νερό για το πότισμα καλλιεργημένων εκτάσεων.

[λόγ. < αρχ. ἀρδεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
αρδεύω.
  • Tροφοδοτώ με νερό, ποτίζω:
    • (Bέλθ. 466), (Kορων., Mπούας 112).

[αρχ. αρδεύω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρδεύω [ar∂évo] ipf άρδευα, aor άρδευσα (& άρδεψα, subj αρδεύσω), pass 3sg αρδεύεται, ipf αρδευόταν, aor αρδεύθηκε (subj αρδευθεί), (L)
  • ① agric irrigate, water (syn ποτίζω):
    • ~το δέντρο, την έρημο, τον κάμπο, το περιβόλι, το χωράφι |
    • το αίμα δεν είχε πάψει ποτέ ν' αρδεύει τα χερσωμένα εδάφη (Vranousis) |
    • το νερό αναβλύζει διαρκώς και αρδεύει την περιοχή (Varelas) |
    • με τα νερά της λίμνης αρδεύονται δεκαπέντε χιλιάδες στρέμματα (Vasileiou) |
    • οι φυτείες του ζαχαροκάλαμου αρδεύονταν από τον ποταμό Kούρη (Floros) |
    • poem ο χωριάτικος μόχθος άρδευε και ξεχέρσωνε και βωλοκοπούσε τη γη (Diktaios)
  • ② fig provide food for thought, make fertile, fecundate (syn γονιμοποιώ, διαποτίζω):
    • ποικίλα ρεύματα άρδευαν τη διανόηση (Peranthis) |
    • η λογοτεχνία αρδεύεται από τον απέραντο πλούτο της ζωής (Chatzinis) |
    • από τη νέα κοινωνική σύνθεση θα αρδευθούν οι επιγενόμενες μορφές του πολιτισμού όλων των εκδηλώσεων (Kasimatis, adapted)

[fr kath αρδεύω ← postmed, MG, PatrG ← K (also pap), AG ἀρδεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες