Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργόστροφος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργόστροφος -η -ο [arγóstrofos] Ε5 : που αργεί να αντιληφθεί, να κατανοήσει κτ. ANT εύστροφος: Tο μυαλό του είναι αργόστροφο.

[λόγ. αργο- + στροφ(ή) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργόστροφος, -η, -ο [arγóstrofos] (L)
  • ① mechanics making few revolutions per minute, turning over slowly (syn ολιγόστροφος, ant πολύστροφος):
    • κινητήρες κάθε τύπου, εσωτερικοί, πολύστροφοι, αργόστροφοι, εξωλέμβιοι, προβάλλουν πάνου σε κάθε πλεούμενο (Zappas)
  • ② fig slow-witted, slow-of-apprehension (syn βραδύστροφος):
    • είναι ~και δεν κατάλαβε το καλαμπούρι

[fr kath (neol) αργόστροφος, cpd w. combin form -στροφος (: στρέφω); cf αντίστροφος, βραδύστροφος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες