Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργόμισθος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργόμισθος -η -ο [arγómisθos] Ε5 : που παίρνει αμοιβή χωρίς να προσφέρει την αντίστοιχη εργασία: Aργόμισθοι υπάλληλοι. || (συνήθ. ως ουσ.) ο αργόμισθος: Οι αργόμισθοι κατάντησαν η πληγή των δημόσιων υπηρεσιών.

[λόγ. αργο-2 + μισθ(ός) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργόμισθος1 [arγόmisθos] ο, (L)
  • sinecurist:
    • κάπου κάπου ο Λομπάρδος διόριζε τον πατέρα της σε καμιά θεσούλα, αργόμισθο (Xenop, adapted) |
    • μερικοί που δεν είχαν πολλή εργασία, εκεί ξημεροβραδιάζονταν, ήταν φοιτητές, αργόμισθοι, λογής λογής άνθρωποι (id.)

[substantiv. m of αργόμισθος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργόμισθος2, -η, -ο [arγόmisθos] (L)
  • of, or relating to sinecure:
    • σε παλαιότερα χρόνια οι πνευματικοί εργάτες διορίζονταν νομάρχες, αλλά νομάρχες αργόμισθοι (Athanasiadis-N) |
    • η 'μεγάλη τέχνη' είναι συνήθως αργόμισθη του ελαφρού θεάτρου (id.)

[fr kath (neol Koumanoudis) αργόμισθος, cpd of αργός & μισθός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες