Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αργυρόχρωμος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αργυρόχρωμος, -η, -ο [aryirόxromos]
  • having the luster or the color of silver, silver-colored, silvery (syn in αργυρός 1b):
    • αργυρόχρωμη ατμόσφαιρα, αργυρόχρωμες ακτίνες |
    • γύρω στο μέτωπο είχε δέσει μια αργυρόχρωμη κορδέλα (Drosinis) |
    • θάμαζα τις αργυρόχρωμες γραμμές, που χάραζε κι άφηνε στο διάβα του [ο σαλίγκαρος] (Pasagiannis)

[cpd w. χρώμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go