Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αργυροχόος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργυροχόος ο [arjiroxóos] Ο18 : τεχνίτης που κατεργάζεται το ασήμι και που κατασκευάζει με αυτό διάφορα αντικείμενα.

[λόγ. < ελνστ. ἀργυροχόος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργυροχόος [aryiroxόos] ο, (L)
  • silversmith, silver jeweler

[fr kath αργυροχόος ← PatrG, K (LXX, also pap) ἀργυροχόος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go