Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυροχρυσοχοΐα [aryiroxrisoxoía] η, (L)
- art or profession of producing silver and gold artifacts, silver- and goldsmithery, working of precious metals:
- ο κλάδος της αργυροχρυσοχοΐας |
- η τέχνη της αργυροχρυσοχοΐας |
- κοσμήματα αργυροχρυσοχοΐας |
- τη λαϊκή τέχνη της Kρήτης τη συναντά κανείς στην αρτοπλαστική, στην ~ κλ (Varelas)
[fr kath (neol) αργυροχρυσοχοΐα, der of αργυροχρυσοχόος]
- art or profession of producing silver and gold artifacts, silver- and goldsmithery, working of precious metals:



