Παράλληλη αναζήτηση
| 88 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργυρο- [arjiro] & αργυρό- [arjiró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αργυρ- [arjir], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. ασημο-). 1. με αναφορά: α. στο ασήμι ως πολύτιμο μέταλλο: ~χοΐα, ~χόος. || ~κέντητος, ~στόλιστος, ~ΰφαντος, κεντημένος κτλ. με ασήμι. β. στο χρήμα, στα νομίσματα: αργυραμοιβός, αργυρώνητος. 2. με αναφορά στο ασημένιο χρώμα: αργυρόφυλλος.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἀργυρ(ο)- θ. του επιθ. ἀργυρ(οῦς) (δες αργυρός) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. ἀργυρ-αμοιβός, μσν. αργυρό-βουλ(λ)ον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυρο- [aryiro] 1st me of cpds (L)& (D)
- of, pertaining to, or similar to silver (syn ασημο-):
- adjs, nouns, adverbs, verbs, αργυρόγλαυκος, αργυροκεντημένος, αργυρόμαβος, αργυρόδετος, αργυροκέντητος, αργυρομάτης, αργυροδίνητος, αργυροκίτρινος, αργυρόξανθος, αργυροδόξαρος, αργυροκύανος, αργυροξοπλιασμένος, αργυροειδής, αργυροκυκλωμένος, αργυροπέταλος, αργυρόθρονος, αργυρόλαλος, αργυρόπλεχτος, αργυροκάμωτος, αργυρόλαμπος, αργυροποίητος, αργυροποίκιλτος, αργυροδρέπανο, αργυροτάψι, αργυροσκεπής, αργυροζώναρο, αργυροτέχνης, αργυροστέφανος, αργυροκάγκελο, αργυρόφεγγο, αργυρόστικτος, αργυροκάνατο, αργυρόχωμα, αργυρόχρους, αργυρόχρυσος, αργυροκλωστή, αργυρότεχνο, αργυροκόλληση, αργυροκεντημένος, αργυρόκουπα, αργυροκεντώ, αργυρογνώμων, αργυροπωλείο, αργυρογραφία, αργυροπώλης, αργυρόηχα etc.
- of, pertaining to, or similar to silver (syn ασημο-):
[Λεξικό Κριαρά]
- αργυροάμαξον το.
-
- Aσημένιο αμάξι:
- (Διήγ. Aλ. V 78).
[<επίθ. αργυρός + ουσ. αμάξι]
- Aσημένιο αμάξι:
[Λεξικό Κριαρά]
- αργυρόβουλλον το.
-
- 1) Eπίσημο έγγραφο με αργυρή σφραγίδα:
- (Σφρ., Xρον. 743).
- 2) (Γενικ.) έγγραφη διαταγή:
- (Kορων., Mπούας 63).
[ουδ. του επιθ. αργυρόβουλλος (13. αι., LBG) ως ουσ. H λ. το 13. αι. (LBG, ό.π.)]
- 1) Eπίσημο έγγραφο με αργυρή σφραγίδα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργυρόβουλο το [arjiróvulo] Ο41 : (ιστ.) επίσημο έγγραφο της βυζαντινής περιόδου με αργυρή σφραγίδα.
[λόγ. < μσν. αργυρόβουλ(λ)ον (ενν. γράμμα) < αργυρο- + βούλλ(α δες στο βούλα) -ον, ουδ. του -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυρόβουλο [aryirόvulo] το, (L) Byz hist
- official document or edict bearing a silver seal (issued by members of the Byz court holding the title of despot):
- ο Θεόδωρος του παραχώρησε με ~το κάστρο και την περιοχή του Φαναρίου (Vacalop)
[fr kath ← MG αργυρόβουλλον, cpd w. βούλλα 'seal'; cf χρυσόβουλο]
- official document or edict bearing a silver seal (issued by members of the Byz court holding the title of despot):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυρόγελο [aryirόyelo] το,
- soft and clear laughter, silvery laugh:
- poem .. σε καρτερούσα να 'ρθεις πάλι, | ν' ακούσω το ιλαρό σου το ~(Koukoulas)
[cpd w. γέλιο]
- soft and clear laughter, silvery laugh:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυρόγελος, -η, -ο [aryirόyelos]
- having a silvery laugh
[der of αργυρόγελο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυρογελώ [aryiroyelό] αργυρογελά, aor αργυρογέλασε
- laugh w. a silvery laugh:
- poem κ' η ροδοχείλα αργυρογέλασε τα παίνια της γροικώντας (Kazantz Od 4.967)
[der of αργυρόγελο]
- laugh w. a silvery laugh:
[Λεξικό Κριαρά]
- αργυρογκοσμημένος, μτχ. επίθ.,
- βλ. αργυροεγκοσμημένος.



