Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργοταξιδεύω [arγotaksi∂évo] ipf αργοταξίδευα
- travel slowly:
- τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά φαινόμενα αργοταξιδεύουν προς την Eλλάδα (Karantonis) |
- poem κ' είχε πλανέψει και τ' αχνό χρυσό φεγγάρι η μέρα | κι αργοταξίδευε άγρυπνο κι αυτό στον ουρανό της (Porhyras)
[cpd w. ταξιδεύω]
- travel slowly:



