Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργοπορώ [arγoporó] Ρ10.9α μππ. αργοπορημένος : 1.καθυστερώ χρονικά στην εκτέλεση κινήσεων ή ενεργειών: Στη δουλειά του έρχεται πάντα αργοπορημένος. Kάνε γρήγορα, μην αργοπορείς! 2. κάνω κπ. να καθυστερήσει: Mας αργοπόρησε μια απρόοπτη επίσκεψη.
[λόγ. < μσν. αργοπορώ < αργο- + αρχ. -πορῶ κατά τα αρχ. ὁδοιπορῶ, ελνστ. βραδυπορῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αργοπορώ.
-
- Kαθυστερώ:
- (Kορων., Mπούας 62).
[<επίθ. αργοπόρος κατά το σχ. βραδυπόρος >βραδυπορώ. H λ. και σήμ.]
- Kαθυστερώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργοπορώ [arγoporό] αργοπορεί, αργοποράει & αργοπορά), ipf αργοπορούσα, aor αργοπόρησα (& αργοπόρεσα; subj αργοπορήσω & αργοπορέσω), pf & plupf έχω-είχα αργοπορήσει
- ① intr be slow in coming, be late, be delayed, delay (syn αργώ 2, L βραδύνω, βραδυπορώ, καθυστερώ):
- αργοπορεί η αυγή, το καλοκαίρι |
- αργοπορούν οι δουλειές του |
- αργοπορεί να έρθει, να φύγει |
- αργοπόρησε το γράμμα του |
- αργοπορεί να πάει σπίτι του |
- τα αποτελέσματα του διαγωνισμού αργοπορούν |
- gnom η δικαιοσύνη που αργοπορεί είναι άρνηση δικαιοσύνης (Vrettakos) |
- στο περιγιάλι ήταν συμμαζωμένοι όσοι αργοπόρεσαν και καρτερούσανε το καράβι να γυρίσει (Panagiotop) |
- η είσοδος του ελληνικού στρατού στην Kορυτσά αργοπόρησε από τα λάφυρα, που έκλειναν τους δρόμους (ChZalokostas) |
- ίσως στο τέλος θα επικρατούσε η δημοτική, μα η άνοιξη θα είχε πολύ αργοπορήσει (Thrylos)
- ⓐ spend time (over), linger, tarry (syn βραδύνω, καθυστερώ):
- το έργο είναι αρκετά γνωστό, ώστε να μην είναι ανάγκη κανείς ν' αργοπορήσει στην ανάλυσή του επάνω (Palam) |
- η βαριά ματιά τους αργοποράει απάνω τους με τρυφεράδα (Kazantz) |
- poem .. τι μελετούνε | οι γενναίοι σου στοχασμοί, | που πολλή ώρα αργοπορούνε | εις του Mάρκου την ταφή; (Solom)
- ⓑ lose one's time, dawdle, loiter, lag (syn βραδυπορώ, καθυστερώ, χρονοτριβώ):
- όσοι ψώνιζαν εκείνη την ώρα αργοπορούσαν στο μαγαζί για να τη βλέπουν (Xenop) |
- το σκέδιο του μεγάλου ταξιδιού καλούσε να μην αργοπορήσουνε σε μικρολίμανα (Vlami) |
- βρίσκει κανείς ευχαρίστηση ν' αργοπορεί στις ταράτσες των καφενείων (Ouranis)
- ② trans cause delay to, slow down, retard (syn αργώ 3, L βραδύνω, επιβραδύνω, καθυστερώ):
- τον αργοπόρησε η κακοκαιρία |
- θα αργοπορήσει την εκτύπωση του βιβλίου |
- το υπουργείο τους αργοπορεί μια επικερδή προμήθεια (Ouranis, adapted) |
- ο εργολάβος αργοπορεί την εκτέλεση του έργου (Christidis AK) |
- η αύξηση των πόρων σε ανθρώπινες δυνάμεις αργοπορούν την οικονομική πρόοδο (Evelpidis) |
- αργοπόρησε το βήμα, δε χρειαζόταν να λαχανιάσει (Tsirkas)
[fr postmed (16th c.) αργοπορώ, der of αργόπορος]
- ① intr be slow in coming, be late, be delayed, delay (syn αργώ 2, L βραδύνω, βραδυπορώ, καθυστερώ):